ἰδιόχειρος — autographed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιδιόχειρος — η, ο, θηλ. και ος (ΑΜ ιδιόχειρος, ον) αυτός που γίνεται ή γράφεται με το ίδιο το χέρι κάποιου («ιδιόχειρος διαθήκη») νεοελλ. φρ. «ιδιόχειρη επίδοση τής επιστολής» η παράδοση τής επιστολής στα χέρια αυτού προς τον οποίο απευθύνεται μσν. το ουδ. ως … Dictionary of Greek
ἰδιοχείρως — ἰδιόχειρος autographed adverbial ἰδιόχειρος autographed masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιόχειρον — ἰδιόχειρος autographed masc/fem acc sg ἰδιόχειρος autographed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιοχείρου — ἰδιόχειρος autographed masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιοχείρους — ἰδιόχειρος autographed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιοχείρων — ἰδιόχειρος autographed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιοχείρῳ — ἰδιόχειρος autographed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιόχειρα — ἰδιόχειρος autographed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰδιόχειροι — ἰδιόχειρος autographed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)